- βουκόλος
- Όνομα μυθολογικών προσώπων.
1. Γιος του Ηρακλή από τη Μάρνη, κόρη του Θεσπία.
2. Γιος του Κολωνού και αδελφός του Όχεμου, του Λέοντα και της Όχνης.
3. Γιος του Ιπποκόοντα, που σκοτώθηκε με τον πατέρα του και τον αδελφό του στη Λακεδαίμονα από τον Ηρακλή.
* * *ο (AM βουκόλος, Α και δωρ. τ. βωκόλος)βοσκός βοδιών, γελαδάρηςαρχ.1. (γενικά) βοσκός («βουκόλος ἵππων»)2. οίστρος, βοϊδόμυγα3. ο Θεόκριτος, ως ο κατεξοχήν βουκολικός ποιητής4. βουκόλοι, οιλατρευτές του Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από τα βους + -κόλος < πέλω / πέλομαι < (ρίζα) *kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι», «βρίσκομαι, ασχολούμαι με». Το χειλοϋπερωικό kw εμφανίζεται ως -κ- πριν ή μετά το -u- και ως -π- πριν τα -α- και -ο- (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος κ.ά.). Εμφάνιση του χειλοϋπερωικού με την ίδια λειτουργία παρατηρείται εξάλλου και στο μυκην. qo-u-ko-ro «βουκόλος». Στην Κελτική απαντά ένα ακριβές αντίστοιχο της λ.: μσν. ιρλ. bua chaill, γαλλ. bugail. Για τη σημασιολογική σχέση της λ. βουκόλος με τα αιπόλος, ποιμήν κ.λπ. βλ. λ. βοσκός.ΠΑΡ. βουκολικόςαρχ.βουκολία, βουκολιάζω (ομαι), βουκόλιον, βουκολίσκος(αρχ. -μσν.) βουκολίς, βουκολώ].
Dictionary of Greek. 2013.